συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… … Dictionary of Greek
αντάντ — (γαλλ. entente). Γαλλική λέξη που σημαίνει συμφωνία, συνεννόηση. Από τον 19o αι. χρησιμοποιήθηκε σε αναφορά με διάφορες διπλωματικές συμφωνίες και συμμαχίες, μεταξύ των οποίων και οι επόμενες. Εγκάρδια Συνεννόηση. Χαρακτηρισμός που δόθηκε από τη… … Dictionary of Greek
Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… … Dictionary of Greek
Γκρέι, Έντουαρντ — (Sir Edward Grey, 1863 – 1933).Άγγλος πολιτικός. Ήταν εγγονός του αποικιακού διοικητή σερ Τζορτζ Γκρέι. Διετέλεσε βουλευτής της φιλελεύθερης δεξιάς (1885), υφυπουργός Εξωτερικών (1892 95) και υπουργός στην κυβέρνηση Κάμπελ Μπάνερμαν επί έντεκα… … Dictionary of Greek
Γουόλπολ, Ρόμπερτ — (Sir Robert Walpole, Χάουτον, Νόρφολκ 1676 – Λονδίνο 1745). Άγγλος πολιτικός. Αρχηγός του κόμματος των Γουίγκς, υπήρξε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1721 έως το 1742. Η διακυβέρνησή του, αν και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
Ιερή Συμμαχία — Σύμφωνο που υπέγραψαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1815 στο Παρίσι ο τσάρος της Ρωσίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Σε αυτό προσχώρησαν και άλλοι ηγεμόνες, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ’, αλλά απείχαν η Αγγλία (που… … Dictionary of Greek
Μπάλφουρ, Άρθουρ Τζέιμς — (Arthur James Balfour, Γουίτιντζιμ, Δυτικό Λόθιαν, Σκοτία 1848 – Γουόκινγκ 1930). Άγγλος πολιτικός. Το 1874 προσχώρησε στο Συντηρητικό κόμμα και διετέλεσε μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων έως το 1911. Μετά τον διορισμό του ως υπουργού των… … Dictionary of Greek